- αιμοχαρής
- ης, ες кровожадный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αἱμοχαρής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοχαρής — ές (Μ αἱμοχαρής) αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. τού χαίρω] … Dictionary of Greek
αἱμοχαρῆ — αἱμοχαρής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἱμοχαρής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἱμοχαρής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοχαρεῖς — αἱμοχαρής masc/fem acc pl αἱμοχαρής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοχαρές — αἱμοχαρής masc/fem voc sg αἱμοχαρής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aimoxarhs — Αἱμοχαρὴς, έος, ein Beynamen des Mars, welcher als der Gott des Krieges am Blutvergießen seine Freude hat; Gyrald. Synt. X. p. 329. wie denn solcher Namen von αἶμα, das Blut, und χαρὰ, die Freude, eben so viel bedeutet; dagegen ihn die Lateiner… … Gründliches mythologisches Lexikon
αἱμοχαρέσι — αἱμοχαρής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοχαρῶν — αἱμοχαρής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αιματολάφτης — και ματο αυτός που ρουφά αίμα, που τού αρέσουν οι φόνοι, αιμοβόρος, αιμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιματολάπτης < αίμα, ατος + λάπτω «πίνω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek
αιματοχάρμης — αἱματοχάρμης, ο (Α) ο αιμοχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα. ατος + χάρμης < χάρμη < ἐχάρην, χαίρω] … Dictionary of Greek